Wednesday, May 31, 2006

Κλέφτης μουσείων

Τη γνώρισα αμέσως παρά τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την τελευταία φορά που την είδα.Στεκόταν μπροστά στη βιτρίνα ενός καταστήματος,χαζεύοντας την με απλανές βλέμμα σαν να μην κοιτούσε τα εμπορεύματα,αλλά κάτι άλλο που δεν γινόταν αντιληπτό από τους υπόλοιπους.
Ήταν το πιο όμορφο κορίτσι.Λεπτοφυές,με ευγενικά χαρακτηριστικά και φωνή που λάγγευες με τη γλύκα της.
Οι καθηγητές την παίνευαν διαρκώς.Θεωρούσαν πως ήταν προορισμένη για εξαιρετικά σπουδαία πράγματα.Κάτι που ίσως και η ίδια πίστευε.Οι μειλίχιοι τρόποι της βύθιζαν εμάς,τις θλιβερές ενσαρκώσεις του μέσου όρου,σε απελπισία καθώς δεν ήταν προσήνεια αυτό που φανέρωναν αλλά οριοθέτηση του απρόσιτου.Το αγέρωχο ύφος της λειτουργούσε εν είδει νοερής προειδοποιητικής επιγραφής:"Μπορείς να θαυμάζεις χωρίς να αγγίζεις.Να ποθείς δίχως να νέμεσαι".Φάνταζε σαν έργο τέχνης που δεν ανήκε σε καμιά ιδιωτική συλλογή.Ένα καλά φυλασσόμενο,πολύτιμο έκθεμα που προσέφερε την ύψιστη τέρψη στο ανώνυμο πλήθος των θεατών.Παράξενο ωστόσο,αφού το ορατό δεν συνιστούσε προϋπόθεση του μη αισθητού αλλά επιτηδευμένη απόκρυψή του.
Αργότερα έμαθα πως απέτυχε να μπει στην Αρχιτεκτονική όπως ονειρευόταν.Ακολούθησε ο χαμός του πατέρα της,κάτι που την κλόνισε ακόμα περισσότερο.
Την παρατηρούσα τώρα,όπως τότε.Από μακριά.Από την κορμοστασιά της είχε διακριτικά υποχωρήσει η περηφάνεια.Οι κινήσεις της ήταν αβέβαιες,διστακτικές,σαν να ρωτούσαν αν αυτό που κάνουν είναι σωστό.Πλησίασα προς το μέρος της αλλά στα μισά στάθηκα.Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με εμπόδισε να της μιλήσω.Αν ήταν συστολή,φόβος ή σεβασμός στη μοναχικότητα που είχε επιλέξει για συντροφιά.Προτού αλλάξω κατεύθυνση πρόλαβα να διακρίνω δυο κουρασμένα μάτια που διατηρούσαν κάτι από την περασμένη τους λάμψη.
Έφυγα κρατώντας στη θύμηση μου τη νεανική εικόνα του κοριτσιού που κάποτε είχα ερωτευτεί,αφήνοντας πίσω μου μιαν άλλη.
Αυτή της γυναίκας που κοίταζε πάνω στη τζαμαρία της προθήκης ένα πιστό κακέκτυπο,απορημένη για την αυθεντικότητα της υπογραφής.

Friday, May 12, 2006

Short Cuts

-Στο "Bακούρα" η μηχανή προβολής έχει πια σβήσει.Όχι όμως και το πρόσωπο της Μαρίας Βασιλείου από τη μνήμη.Το σκληρό φως,το ερημικό τοπίο,οι σιωπές,σε βυθίζουν στον υπαινικτικό κόσμο της πόρνης και του λοχία.Ο κόσμος έξω,στο Ναυαρίνο,αλλάζει άρδην.Ο ανθρώπινος αχός εντείνεται καθώς πέφτουν οι πρώτες σκιές.Ο περίπατος σου σε βγάζει στην Αριστοτέλους,στην πλατεία με τους πολύχρωμους συμφυρμούς,εκεί που η πόλη αυτή σού δίνει τις υποσχέσεις της,αυτές που εσύ θα διαψεύσεις.Γυρίζεις απεγνωσμένα στους φωτισμένους δρόμους,όπως το φορτηγάκι στην 'Ευδοκία'.Μαζί σου κουβαλάς όλα αυτά που δεν είπες,όλα όσα δεν έκανες και μετάνιωσες γι'αυτό.Στάση στον Χατζή,προσπαθώντας να ξεγελάσεις την πίκρα και συνεχίζεις τον δρόμο της επιστροφής.Στο Τσινάρι τα γόνατα λύνονται.Έχεις πια νικηθεί από τα ολιγόπιστα φερσίματα.Θα φτάσεις με δυσκολία στο σπίτι,θα κοιτάξεις από ψηλά την πρωτεύουσα των προσφύγων και μια σκιά θα γλιστρήσει αθόρυβα στο άδειο διαμέρισμα για να ξεχάσει όλα τα παραπάνω.
-Το εξώφυλλο του Freewheelin' πάνω στο κομοδίνο,απ'το δισκάκι ακούγεται το don't think twice,it's all right,ο Ρήβερ Φήνιξ ,έχοντας αφήσει τη Λίλυ Ταίηλορ με έναν αποχαιρετισμό,τρέχει στην άδεια λεωφόρο ενώ χαράζει για να πάει στο στρατόπεδο και συ σκέφτεσαι ποιος θα βρεθεί στο σταθμό όταν θα τρέχεις να προλάβεις το δικό σου τρένο για το στρατόπεδο.
-Περνάς γρήγορα ανάμεσα απ'τα αρμυρίκια για να βουτήξεις στο παγωμένο νερό και να φύγεις βιαστικά δίχως να έχεις στεγνώσει.Βόλτα με το μηχανάκι μέσα από συκιές,αμπέλια και λιόδεντρα,ο θόρυβος μπερδεύεται με τον ήχο των τζιτζικιών διαλύοντας τη μεσημβρινή ραστώνη.Γλείφεις το αλάτι στο δέρμα σου,το άρωμα της θάλασσας έχει μείνει πάνω του,από τις ανοιχτές πόρτες των σπιτιών ξεχύνεται η μυρωδιά του μεσημεριανού φαγητού.Εύχεσαι αυτή η βόλτα να κρατήσει αιώνια σαν την πόλη που διασχίζει ο Νάννι Μορέτι με τη βέσπα του,ενώ απ'το μοτοποδήλατο του Ματιέ Κασοβίτς ο κόσμος φαντάζει διαφορετικός για την Οντρέ Τοτού.
-Νύχτες ίδιες,ολόιδιες,αλλά πολύτιμες επειδή τις μοιράζεσαι με φίλους.Στα μπαλκόνια των θερινών συνευρέσεων περνάς καλά γιατί ξέρεις πως δεν μπορείς να περάσεις καλά.Τα χρόνια περνάνε,όχι με πίκρα,η ομορφιά λάμπει και ύστερα σβήνει,η Shirley Manson στο milk τραγουδά για μια γοργόνα που κοιτάζει τα πλοία να προσπερνάνε.Βόλτα με την Πιούζυ στο walkman,βόλτες που διαρκούν εφόσον έχουν επενδυθεί στην καρδιά και όχι στο νου.Πίσω από τη βιτρίνα με τις τηλεοράσεις,η οθόνη του ΜΤV φωτίζεται απ'τη λάμψη της Βeth Orton.Χωρίς ήχο όνειρο στο κύμα,το touch me with your love σε συγκλονίζει χωρίς καν να το ακούσεις.
-Η Τζιν Σίμπεργκ,με αγορίστικο μαλλί,αστράφτει μέσα στο μαύρο της φόρεμα και καλημερίζει τη θλίψη.
-Το κορίτσι της γέφυρας με τον κύκνειο λαιμό,σαν από πίνακα του Μοντιλιάνι,κάθεται μόνο του στη σκεπή ακούγοντας ένα μινόρε την αυγή.Η γεύση της προδοσίας,της εγκατάλειψης, είναι πιο έντονη τις δύσκολες ώρες,πριν αλέκτορα φωνήσαι.
-Μάλκοβιτς,Βέντερς,Πεσόα.Απ'το Bairro Alto ακούς τους Μadredeus να τραγουδάνε για τη μοναξιά στον ωκεανό(solidao no oceano).Το αεροπλάνο για την Αθήνα φεύγει σε λίγο.Οι σταγόνες κροταλίζουν στα παράθυρα του ξενοδοχείου,οι πόλεις μοιάζουν ίδιες μέσα στη βροχή,απ'το ταξί ακούγεται το with or without you.Χαμογελάς.Δυο τραγούδια,τόσο μακριά,τόσο κοντά.
-Η πόλη ακόμα κοιμάται και μια μάνα βοηθάει το γιό της,που βγήκε απ'το νοσοκομείο με ραμμένους καρπούς,να ανέβει τις σκάλες.Ένα μπουκάλι γάλα αφήνει τον παγερό του ήχο στον έρημο διάδρομο μιας πολυκατοικίας.Η θέαση των άλλων μέσα από ένα τηλεσκόπιο.Ο Κισλόφσκι σού θυμίζει,με ανεξήγητο τρόπο,τις δικές σου μικρές ερωτικές ιστορίες,όπως ακριβώς το είχε κάνει ο Χάρης το φάντασμα,στους Απέναντι.
-Η Εύα,ντυμένη στα κόκκινα,τρέχει σε μια γκρίζα Αθήνα παίρνοντας τη Ρεβάνς για όλους αυτούς που χάθηκαν στη μαγεία των εικόνων.
Και συ τρέχεις γρήγορα,μακριά από αυτό που νομίζεις πως είναι ή δεν είναι η πραγματικότητα.


"Au revoir les enfants".

Saturday, May 06, 2006

Τα παινάδια

Θες να με κάνεις να σε μισήσω;Δεν έχεις παρά να αραδιάσεις,χωρίς περιστροφές και τσιριμόνιες,μία-μία τις αδυναμίες μου.Και αφού το "κατ'εικόνα" και "καθ'ομοίωσιν" ήταν ωραία έμπνευση που δυστυχώς παρέμεινε ως τέτοια,η αχτινογραφία θα δείξει πολλές απ'αυτές.
Ευτυχώς οι μηχανισμοί επούλωσης είναι καλολαδωμένοι.Τόσα χρόνια στο μετερίζι της αυταπάτης,θα βρεθεί ένας τρόπος να εξοστρακιστούν τα βέλη που βουτήχτηκαν στο φαρμάκι της ειλικρίνειας.
Ταϊζοντας με φτυάρι τον εγωϊσμό,δημιουργούμε αντισώματα στην αλλεργία που μας προκαλεί η δύναμη και οι επιτυχίες των άλλων.Εξαίρεση δεν αποτελούν ούτε τα κοντινά πρόσωπα.Ορκιζόμαστε γονυπετείς στο όνομα της φιλίας,αντικρίζοντας όμως την πλάτη των φίλων μας να ξεμακραίνει,διαπιστώνουμε πως το σαράκι που γευματίζει μέσα μας είναι άθεο.
Οι δικολάβοι των σχέσεων στέκουν σαν κλαίουσες ιτιές πάνω από το ανθρώπινο ποτάμι.Προτού αρχίζουν να οιμώζουν για την έλλειψη της επικοινωνίας(λες και η ανθρώπινη επαφή είναι είδος προς εξαφάνιση που χρήζει προστασίας),καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσουν πως το ανθρώπινο έγκειται στην αδυναμία.Εκείνη που παρατηρεί τα ελαττώματα στο μικροσκόπιο και αποστρέφει το βλέμμα απ'το τηλεσκόπιο,όσον αφορά τα προτερήματα.
Η φιλαυτία,σαν όλα τα θηλυκά,απαιτεί την διαρκή προσοχή μας.Πλανεύτρα,φλογερή ερωμένη.Για χάρη της ξεχνάμε το όποιο μέγεθος μας.Οι έπαινοι και οι κολακείες μάς χαρίζουν κοθόρνους.Εύθραυστους σαν γυαλί βέβαια αλλά μας δίνουν μπόι,έστω και παροδικά.Μιλώντας για φούμαρα και γυάλινα υποδήματα,το γνωστό παραμύθι μοιάζει να επαναλαμβάνεται.Μόνο που αυτή τη φορά,το ευτελές ζαρζαβατικό στο οποίο θα μεταμορφωθεί η άμαξα που θα μας φυγαδεύσει, προτού αποκαλυφθεί η αλήθεια,δε θα είναι κολοκύθα,αλλά μάλλον αγγούρι.

Wednesday, May 03, 2006

Your funeral,my trial

"Στην πίστα του αεροδρομίου έχει νυχτώσει,ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ'έχει πληγώσει".Εφόσον ο αριθμός των αστεριών που βλέπουμε με γυμνό μάτι στον νυχτερινό ουρανό,δεν ξεπερνά τις τρεις χιλιάδες,τότε θα ζουν ασθμαίνοντας,περιμένοντας το φως εκείνο που θα είναι αρκετό για να δουν καθαρά τις πληγές τους.
Αναφέρομαι στους ελάχιστους γνωστούς,τους μετρημένους στα δάχτυλα ενός κουλοχέρη,με τους οποίους μπορώ να πω μια κουβέντα παραπάνω από τις τυπικές,καθώς τους βλέπω να εμφανίζουν μια διεστραμμένη ροπή προς τη μελαγχολία.Ρέκτες οποιασδήποτε μορφής τέχνης που αποστρέφεται το ζωηρό και το εύθυμο.Η εξαίσια κληρονομιά τους-όνειρα περιπλανώμενα αποθαμένων τροβαδούρων,όπως γράφει ο Οσίπ Μάντελσταμ.
Παγιδευμένοι σε ένα ύπουλα σαγηνευτικό παρελθόν,δέχονται τις επισκέψεις της επονείδιστης νοσταλγίας σαν τις αρμένικες βίζιτες που πραγματοποιεί η ηλικιωμένη ξομπλιάστρα της γειτονιάς.Περιμένουν διαρκώς κάτι για να κρατηθούν.Και γύρω από αυτό σκηνοθετούν τα υπόλοιπα.
Το σουλατσάρισμα έξω από τα κοιμητήρια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.Μάλλον ωφέλησε.Το ξόδι,όσο μακάβριο και αν είναι,ξέρει να δίνει ηχηρά χαστούκια και να αφυπνίζει.Ίσως τότε το χαμόγελο να σταματήσει να περνάει φευγαλέα μόνο, πάνω απ'αυτό που κάποτε στάθηκε το πρόσωπο τους.(Όφειλα να μνημονεύσω και την άλλη εκπρόσωπο του ρώσικου ακμεϊσμού).Και μπορεί τότε να απονείμουν χάρη σε μια νιότη που καταδίκασαν σε καταναγκαστική θλίψη.
Όσο για σένα ξερακιανέ Αυστραλέ που μου θύμισες ωραία πράγματα,καθώς σε άκουσα ξανά μετά από καιρό,άσε τις φονικές σου μπαλάντες να μου κλείσουν τα βλέφαρα,όπως κάποιους άλλους κοιμίζουν τα απαλά χάδια.